γλυκασμοῦ

γλυκασμοῦ
γλυκασμός
sweetness
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκασμός — ο (AM γλυκασμός) [γλυκάζω] 1. γλυκύτητα 2. γλυκό κρασί μσν. νεοελλ. αγαλλίαση, χαρά («για τη Θεοτόκο: ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων») νεοελλ. ανακούφιση (αρχ. μσν.) 1. (για ευγλωττία) «ῥεῑθρα γλυκασμοῡ γλῶσσα βλύζει» (Γρηγ. Ναζ.) 2. (για την αλήθεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”